- στριγγλίζω
- brailler
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
στριγγλίζω — στριγγλίζω, στρίγγλισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: στριγγλίζω : από το μεσαιωνικό στριγγίζω < αρχ. στριγξ (νυχτοκόρακας). Σύμφωνα με άλλη άποψη, προέρχεται από τη στρίγκλα < λατιν. strigula … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στριγγλίζω — και στριγκλίζω και στριγλίζω Ν 1. φέρομαι σαν στρίγγλα, είμαι δύστροπος, μοχθηρός 2. κραυγάζω με οξεία και διαπεραστική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρίγγλα* (βλ. και λ. στριγγίζω, στρίγξ)] … Dictionary of Greek
σκληρίζω — Ν [σκληρός] (αμτβ.) εκβάλλω γοερή κραυγή, τσυρίζω, στριγγλίζω … Dictionary of Greek
στρίγγλισμα — και στρίγκλισμα, το, Ν [στριγγλίζω] στριγγλιά … Dictionary of Greek
στριγγίζω — ΝΜ και στριγκίζω Ν, και οτρεγγίζω Μ στριγγλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. στρίγξ*, στρίγγα «κουκουβάγια»] … Dictionary of Greek
στριγγλιά — και στριγκλιά, η, Ν [στρίγγλα / στριγγλίζω] 1. κακία στρίγγλας 2. μοχθηρία, δυστροπία 3. οξεία και διαπεραστική φωνή 4. φιλαργυρία … Dictionary of Greek
φθέγγομαι — ΝΜΑ (λόγιος τ.) μιλώ νεοελλ. (με ειρωνική συν. σημ.) λέω κάτι με στόμφο μσν. αρχ. ξεστομίζω («βασιλεῡ κοῑον ἐφθέγξαο ἔπος;», Ηρόδ.) αρχ. 1. (ιδίως) μιλώ με ένταση, φωνάζω 2. (σπάν.) βγάζω ασθενή φωνή («ὀλίγῃ ὀπῇ φθεγξάμενος», Ομ. Οδ.) 3. (για… … Dictionary of Greek